μπορετός

μπορετός
η , ό возможный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μπορετός" в других словарях:

  • μπορετός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να γίνει από κάποιον, δυνατός, κατορθωτός, εφικτός, πραγματοποιήσιμος 2. αυτός που έχει δύναμη, κραταιός, ισχυρός («γιατί κι οι δύο σα μπορετοί και βασιλιοί μεγάλοι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μπορώ + κατάλ. τός, κατά το… …   Dictionary of Greek

  • μπορετός — ή, ό αυτός που μπορεί να πραγματοποιηθεί, ο δυνατός, ο κατορθωτός: Δεν ήταν μπορετό να σε δω χθες το βράδυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημπορετός — και μπορετός, ή, ό (Μ ἠμπορετος και ἐμπορετός, μπορετός) 1. αυτός που μπορεί να γίνει, ο δυνατός, ο κατορθωτός, ο εύκολος 2. ισχυρός, δυνατός («δύο σα μπορετοί και βασιλιοι μεγάλοι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μπορετός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»